ψαλιδιστός

ψαλιδιστός
-ή, -ό, Ν [ψαλιδίζω]
1. κομμένος με ψαλίδι
2. αυτός που έχει ψαλιδιές ολόγυρα
3. μτφ. αυτός που μοιάζει να έχει κοπεί με ψαλίδι («η ουρά τών χελιδονιών είναι ψαλιδιστή»).
επίρρ...
ψαλιδιστά Ν
με ψαλίδισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψαλιδιστός — ή, ό επίρρ. ά 1. κομμένος ολόγυρα με ψαλίδι. 2. ο κομμένος σαν ψαλίδι: Ήρθαν τα χελιδόνια με τις ψαλιδιστές ουρές τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαλιστός — ή, όν, Α [ψαλίζω] αυτός που έχει κοπεί με ψαλίδι, ψαλιδιστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”